- δυσχερής
- -ές (Α δυσχερής, -ές)αυτός που δύσκολα μπορεί κανείς να τόν μεταχειριστεί, δύσκολοςαρχ.1. (για πράγμ.) αυτός που προκαλεί δυσφορία, ενοχλητικός («ἄλλην δ' ἄκουσον δυσχερῆ θεωρίαν», Αισχ.)2. (για πράξη) μισητός3. δυσάρεστος, δύσκολος4. (για πρόσ.) εχθρικός («τὰ γὰρ τῶν γυναικῶν δυσχερῆ πρὸς ἄρσενας», Ευρ.)5. ιδιότροπος, μεμψίμοιρος6. αηδιαστικός, αποκρουστικός («ὕδωρ δυσχερές»)7. (για επιχείρημα) αντιφατικός.
Dictionary of Greek. 2013.